- ασφαλίτης
- ο, θηλ. ασφαλίτισσαυπάλληλος σε υπηρεσία δημόσιας ασφάλειας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασφαλίτης — ο πράκτορας της Ασφάλειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)